- καταίσιος
- καταίσιος, -ον (Α)απόλυτα δίκαιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + αἴσιος (< αἶσα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταίσιον — καταίσιος righteous masc/fem acc sg καταίσιος righteous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταίσια — καταίσιος righteous neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίσιος — ια, ιο (Α αἴσιος, ία, ιον) αυτός που προμηνύει κάτι καλό, ευνοϊκός, ευοίωνος (κυρίως για οιωνούς) νεοελλ. (για καταστάσεις) ευτυχής, χαρούμενος αρχ. κατάλληλος, ταιριαστός, δίκαιος, σωστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἶσα βλ. λ.. ΠΑΡ. αρχ. αἰσιοῦμαι. ΣΥΝΘ.… … Dictionary of Greek